- εὐήχητος
- εὐήχ-ητος, [dialect] Dor. εὐάχ- [ᾱ], ον, = foreg.,A
ὕμνοι E.Ion884
(lyr.); loud-sounding,πόντος Id.Hipp.1272
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕμνοι E.Ion884
(lyr.); loud-sounding,πόντος Id.Hipp.1272
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευήχητος — εὐήχητος και δωρ. τ. εὐάχητος, ον (Α) 1. ο ευηχής («εὐαχήτους ὕμνους», Ευρ.) 2. (για θάλασσα) ηχηρός, βουερός («εὐάχητος πόντος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχητός < ηχώ < ηχή «ήχος»] … Dictionary of Greek
εὐάχητον — εὐά̱χητον , εὐήχητος loud sounding masc/fem acc sg (doric) εὐά̱χητον , εὐήχητος loud sounding neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάχητος — εὐάχητος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. ευήχητος … Dictionary of Greek
εὐαχήτους — εὐᾱχήτους , εὐήχητος loud sounding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)